- χρυσόσκονη
- ησκόνη χρυσού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρυσόσκονη — η, Ν 1. σκόνη από πολύ μικρά ψήγματα χρυσού 2. υποκατάστατο τής σκόνης αυτής, που χρησιμοποιείται ιδίως στην αγγειοπλαστική, τη βιβλιοδεσία κ.ά. εργασίες … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσόκονις — όνεως, ἡ, Α χρυσόσκονη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κόνις «σκόνη»] … Dictionary of Greek
χρυσόραντος — ον, Α ραντισμένος με χρυσό, με χρυσόσκονη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ῥαντός «υγρός, ραντισμένος» (< ῥαίνω)] … Dictionary of Greek
χρυσόχωμα — το, Ν χρυσόσκονη … Dictionary of Greek
χρυσώνω — χρυσῶ, όω, ΝΜΑ [χρυσός (Ι)] 1. επικαλύπτω επιφάνεια με φύλλα χρυσού ή με επίχρισμα χρυσού ή με χρυσόσκονη ή υποκατάστατό της, επιχρυσώνω (α. «έταξα να τού χρυσώσω την εικόνα» β. «ἐπὶ στύλων... κεχρυσωμένων χρυσίῳ», ΠΔ γ. «Παλλαδίων χρυσουμένων»,… … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
Ελ Ντοράντο — (El Dorado). Θρύλος που διαδόθηκε ευρέως στην Ευρώπη μετά την ανακάλυψη της Αμερικής και αφορούσε την ύπαρξη ενός βασιλείου, κάπου στο εσωτερικό της νοτιοαμερικανικής ηπείρου, όπου αφθονούσαν το χρυσάφι και οι πολύτιμοι λίθοι. Οι πρώτοι Ισπανοί… … Dictionary of Greek